ἀφοριστικός — delimiting masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αφοριστικός — ή, ό (AM ἀφοριστικός, όν) [αφορίζω] 1. διατυπωμένος με μορφή αφορισμού, αποφθεγματικός 2. αυτός που αναφέρεται στον εκκλησιαστικό αφορισμό μσν. ο ικανός να διαχωρίζει ή να προσδιορίζει … Dictionary of Greek
ἀφοριστικά — ἀφοριστικός delimiting neut nom/voc/acc pl ἀφοριστικά̱ , ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc/acc dual ἀφοριστικά̱ , ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικῶν — ἀφοριστικός delimiting fem gen pl ἀφοριστικός delimiting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικόν — ἀφοριστικός delimiting masc acc sg ἀφοριστικός delimiting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικαί — ἀφοριστικός delimiting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικοῖς — ἀφοριστικός delimiting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικοί — ἀφοριστικός delimiting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικούς — ἀφοριστικός delimiting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀφοριστικῆς — ἀφοριστικός delimiting fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)